- ὀλεσί-οικος
ὀλεσί-οικος, hauszerstörend, vgl. ὠλεσίοικος, Lob. Phryn. 701.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλεσί-οικος, hauszerstörend, vgl. ὠλεσίοικος, Lob. Phryn. 701.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωλεσίοικος — και ὀλεσίοικος, ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, την οικογένειά του 2. αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την περιουσία του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω»… … Dictionary of Greek