- ὀλεσί-μβροτος
ὀλεσί-μβροτος, Menschen verderbend, tödtend, Orph. Lith. 444.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλεσί-μβροτος, Menschen verderbend, tödtend, Orph. Lith. 444.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολεσίμβροτος — ὀλεσίμβροτος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους θνητούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. λησί μβροτος] … Dictionary of Greek
ωλεσίθυμος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που καταστρέφει την ψυχή, την ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. με μακρό φωνηεντισμό ω για διευθέτηση μετρικών αναγκών < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + θυμός, σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος (βλ. λ … Dictionary of Greek