- ἀ-θεράπευτος
ἀ-θεράπευτος, ungepflegt, οὐδὲν ἀϑ. ἐᾶν Xen. Mem. 2, 4, 3, nichts ohne Pflege lassen; Plut. Luc.; unheilbar, Luc. Ocyp. 27; τὸ πεπρωμένον ἀϑεράπευτον, Aeson. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θεράπευτος, ungepflegt, οὐδὲν ἀϑ. ἐᾶν Xen. Mem. 2, 4, 3, nichts ohne Pflege lassen; Plut. Luc.; unheilbar, Luc. Ocyp. 27; τὸ πεπρωμένον ἀϑεράπευτον, Aeson. 42.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεραπευτός — ή, ό (AM θεραπευτός, όν) [θεραπεύω] αυτός που μπορεί να θεραπευθεί, ο θεραπεύσιμος αρχ. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να καλλιεργήσει («διδακτοῦ δὲ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
θεραπευτόν — θεραπευτός that may be fostered masc/fem acc sg θεραπευτός that may be fostered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτῷ — θεραπευτός that may be fostered masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθεράπευτος — η, ο (Α ἀθεράπευτος, ον) [θεραπεύω] αυτός που δεν θεραπεύεται ή δεν επιδέχεται θεραπεία, αγιάτρευτος, ανίατος νεοελλ. (για καταστάσεις) αδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος, φοβερός αρχ. 1. αυτός στον οποίο δεν παρέχεται φροντίδα, δεν δίνεται προσοχή,… … Dictionary of Greek
θεραπευτοῦ — θεραπευτής one who serves the gods masc gen sg θεραπευτός that may be fostered masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτά — θεραπευτά̱ , θεραπευτής one who serves the gods masc nom/voc/acc dual θεραπευτής one who serves the gods masc voc sg θεραπευτής one who serves the gods masc nom sg (epic) θεραπευτός that may be fostered neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπευτῶν — θεραπευτής one who serves the gods masc gen pl θεραπευτός that may be fostered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)