- ἀθερηΐς
ἀθερηΐς, ῥίζα Nic. Th. 848, stachlicht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀθερηΐς, ῥίζα Nic. Th. 848, stachlicht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αθερηίς — ἀθερηίς ( ίδος), η (Α) [αθήρ] αυτή που έχει αθέρες, αγκαθάκια … Dictionary of Greek
ἀθερηίδα — ἀθερηίς prickly fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθέρας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο Αργείους που τίμησαν τη θεά Δήμητρα όταν, κατά τη μυθολογία, έφτασε στην Αργολίδα, αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη, που είχε αρπαγεί από τον Πλούτωνα. Ο άλλος Αργείος λεγόταν Μύσιος. Στο ιερό που… … Dictionary of Greek