- ἀ-θύρωτος
ἀ-θύρωτος, nicht mit einer Thür verschlossen, Suid. u. B. A. 352, στόμα v. l. Ar. Ran. 838 für ἀπὐλωτον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-θύρωτος, nicht mit einer Thür verschlossen, Suid. u. B. A. 352, στόμα v. l. Ar. Ran. 838 für ἀπὐλωτον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυρωτός — θυρωτός, ή, όν (Α) [θύρα] αυτός που έχει θύρα ή άνοιγμα το ουδ. ως ουσ. το θυρωτόν α) άνοιγμα για θύρα β. κούφωμα … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
θυρωτά — θυρωτόν with a door neut nom/voc/acc pl θυρωτός with a door neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)