ἀ-λύπητος

ἀ-λύπητος

ἀ-λύπητος, ungekränkt, nichtbetrübt, βίος Soph. Trach. 167; γῆς βάϑρον O. C. 1658, mit der v. l. ἀλάμπετος, wird act. erkl., nicht betrübend, schmerzlos, wie es Hippocr. braucht; ebenso adv., Plat. Legg. XII, 958 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυπητερός — ή, ό 1. αυτός που προξενεί λύπη, που δημιουργεί μελαγχολική διάθεση, λυπηρός, θλιβερός («λυπητερή ιστορία») 2. αυτός που εκφράζει λύπη, θρηνώδης, πονεμένος, παραπονιάρικος («λυπητερό τραγούδι») 3. εύσπλαχνος, συμπονετικός. επίρρ... λυπητερά·1. με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”