- ὀθόνειον
ὀθόνειον, τό, = ὀϑόνιον, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀθόνειον, τό, = ὀϑόνιον, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οθόνιο(ν) — το (Α ὀθόνιον και ὀθόνειον) [οθόνη] 1. τεμάχιο οθόνης, τεμάχιο λεπτού λινού υφάσματος, λινό ύφασμα 2. στον πληθ. τα οθόνια λινοί επίδεσμοι ή ξαντό για τα τραύματα αρχ. 1. ύφασμα κατάλληλο για την κατασκευή ιστίων πλοίου 2. στον πληθ. α) λινά… … Dictionary of Greek