ἀ-λόγημα

ἀ-λόγημα

ἀ-λόγημα, τό, Irrthum, Versehen, Pol. 9, 16 u. öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξενολόγημα — το λέξη ή φράση που προέρχεται από ξένη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + λόγημα (< λογώ), πρβλ. αστειο λόγημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά] …   Dictionary of Greek

  • στειρολόγημα — το, Ν η αποκοπή τών στείρων βλαστών τού αμπελιού, τών βλασταριών που δεν έχουν σταφύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στείρος + λόγημα (< λογώ*), πρβλ. κορφο λόγημα] …   Dictionary of Greek

  • χαριτολόγημα — το, Ν χαριτωμένος και ευφυής λόγος, ευφυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λόγημα (< λογώ*), πρβλ. ευφυο λόγημα. Η λ., στον πληθ. χαριτολογήματα, μαρτυρείται από το 1881 στον Ειρ. Ασώπιο] …   Dictionary of Greek

  • γραολόγημα — το η γραολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραυς (γραός) + λόγημα < λογώ. Η λ. γραολογήματα πληθ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χονδρολόγημα — το, Ν απρεπής, ανάρμοστος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο) /χοντρ(ο) * + λέγω (πρβλ. ευφυϊο λόγημα) Η λ., στον πληθ. χονδρολογήματα, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”