ὀλόεις

ὀλόεις

ὀλόεις, εσσα, εν, = ὀλοός, μετώπων ὀλόεντα πλήγματα, Soph. Trach. 518.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολόεις — ὀλόεις, εσσα, εν (Α) ολέθριος, καταστρεπτικός («ἦν δὲ μετώπων ὀλόεντα πλήγματα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλοός (Ι) «καταστρεπτικός», κατά τα επίθετα σε εις] …   Dictionary of Greek

  • ὀλόεντα — ὀλόεις neut nom/voc/acc pl ὀλόεις masc acc sg ὀλοός destructive neut nom/voc/acc pl ὀλοός destructive masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”