- ἀ-λόχευτος
ἀ-λόχευτος, ungeboren, ohne Geburt zur Welt gekommen, wie Pallas, Coluth. 182; nicht gebärend, φύσις Nonn. Dion. 41, 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-λόχευτος, ungeboren, ohne Geburt zur Welt gekommen, wie Pallas, Coluth. 182; nicht gebärend, φύσις Nonn. Dion. 41, 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιολόχευτος — ἰολόχευτος, ον (Α) αυτός που γεννήθηκε από δηλητήριο, αυτός που βγήκε από φαρμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + λόχευτος (< λοχεύω), πρβλ. α λόχευτος αρτι λόχευτος] … Dictionary of Greek
πυριλόχευτος — ὁ, Μ (κυρίως ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε στη φωτιά ή από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + λοχεύω «γεννώ» (πρβλ. ιο λόχευτος)] … Dictionary of Greek