ἀλωπεκίζω

ἀλωπεκίζω

ἀλωπεκίζω, fuchsschwänzen, Ränke machen, Ar. Vesp. 1241; πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα Zenob. I, 70; Sp. auch betrügen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλωπεκίζω — ἀλωπεκίζω (AM) 1. φέρομαι δόλια σαν αλεπού, εξαπατώ 2. (παρ. φρ.) «ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα», κλέβω τον κλέφτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ , θ. τής λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. ίζω] …   Dictionary of Greek

  • ἀλωπεκίσαι — ἀλωπεκίζω play the fox aor inf act ἀλωπεκίσαῑ , ἀλωπεκίζω play the fox aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπεκίζειν — ἀλωπεκίζω play the fox pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπεκίζεται — ἀλωπεκίζω play the fox pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπεκίζουσα — ἀλωπεκίζω play the fox pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωπέκιζε — ἀ̱λωπέκιζε , ἀλωπεκίζω play the fox imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλωπεκίζω play the fox pres imperat act 2nd sg ἀλωπεκίζω play the fox imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλωπεκίσαι — διά ἀλωπεκίζω play the fox aor inf act διαλωπεκίσαῑ , διά ἀλωπεκίζω play the fox aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • σκίραφος — ὁ, Α 1. κουτί με το οποίο ανακάτευαν και έριχναν τα ζάρια 2. μτφ. απάτη, δόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τής λ. με τον τ. κίραφος «αλεπού», λόγω τού ερμηνεύματος που παραδίδει ο Ησύχιος στον τ. ἀλωπεκίζω «απατώ». Απίθανη …   Dictionary of Greek

  • ἀλωπεκιῶν — ἀλωπεκία mange in foxes fem gen pl ἀλωπεκίας branded with a fox masc gen pl ἀλωπεκίζω play the fox fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”