- ἀλωπεκίασις
ἀλωπεκίασις, ἡ, die unter ἀλωπεκία erwähnte Krankheit, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλωπεκίασις, ἡ, die unter ἀλωπεκία erwähnte Krankheit, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλωπεκίασις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλωπεκίαση — η (Α ἀλωπεκίασις) η νόσος αλωπεκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ , θ. τής λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. ίασις] … Dictionary of Greek
αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… … Dictionary of Greek