- ὀλυμπιο-νίκης
ὀλυμπιο-νίκης, ὁ, der Sieger in den olympischen Spielen, Pind. Ol. 6, 4 u. öfter; auch adj., die olympischen Spiele betreffend, ὀλυμπιονίκαν ὕμνον, 3, 3, κῶμον, 4, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλυμπιο-νίκης, ὁ, der Sieger in den olympischen Spielen, Pind. Ol. 6, 4 u. öfter; auch adj., die olympischen Spiele betreffend, ὀλυμπιονίκαν ὕμνον, 3, 3, κῶμον, 4, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ισθμιονίκης — Ἰσθμιονίκης και Ἰσθμιόνικος, ὁ (Α) 1. ο νικητής στους Ισθμιακούς αγώνες, στα Ίσθμια 2. στον πληθ. Ἰσθμιονῑκαι και Ἰσθμιόνικοι τίτλος ενός βιβλίου τών ωδών τού Πινδάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴσθμια + νίκης (< νίκη), πρβλ. Ολυμπιο νίκης, Πυθιο νίκης] … Dictionary of Greek
Νεμεονίκης — Νεμεονίκης, ὁ (Α) ο νικητής στα Νέμεα, ο οποίος έπαιρνε ως βραβείο στέφανο από δρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νεμέα + συνδετικό φωνήεν ο + νίκης (< νίκη), πρβλ. Ισθμιο νίκης, Ολυμπιο νίκης] … Dictionary of Greek
θεμιονίκης — θεμιονίκης, επιγρ. θεμιονείκης ὁ (Α) ο νικητής σε θεματίτην αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (ΙΙ) + συνδετικό φων. ο + νίκης (< νίκη), πρβλ. βαλκανιο νίκης, ολυμπιο νίκης] … Dictionary of Greek
ιατρονίκης — ἰατρονίκης, ὁ (Α) ο νικητής τών άλλων γιατρών, ο διακεκριμένος γιατρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιατρός + νικης (< νίκη), πρβλ. Ολυμπιο νίκης, πολυ νίκης] … Dictionary of Greek
καρνεονίκης — και δωρ. τ. καρνεονίκας, ὁ (Α) 1. επιγρ. νικητής στα Κάρνεια, στους Καρνείους αγώνες 2. στον πληθ. Καρνεονῑκαι τίτλος έργου τού Ελλανίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κάρνεια, ονομ. εορτής (βλ. κάρνειος) + νίκης (< νίκη), πρβλ. ολυμπιο νίκης πυθιο νίκης] … Dictionary of Greek
λυκαιονίκης — λυκαιονίκης, ὁ (Α) νικητής στα Λύκαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λύκαια + νίκης (< νίκη), πρβλ. Λυθιο νίκης, Ολυμπιο νίκης] … Dictionary of Greek
πολυνίκης — ο, ΝΜΑ αυτός που έχει νικήσει πολλές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νίκης (< νίκη), πρβλ. ιερο νίκης, ολυμπιο νίκης] … Dictionary of Greek
πανελληνιονίκης — ο, η νικητής σε πανελλήνιους αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανελλήνιος + νίκης (< νίκη), πρβλ. Ολυμπιο νίκης] … Dictionary of Greek
πυθιονίκης — ο, ΝΑ, δωρ. τ. πυθιονίκας, θηλ. πυθιονίκη και πυθονίκη, Α (το αρσ.) νικητής τών πυθικών αγώνων αρχ. 1. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Πυθιονίκη α) περιβόητη εταίρα αγαπημένη τού Αρπάλου, φίλου και θησαυροφύλακα τού Μεγάλου Αλεξάνδρου β) προσωνυμία τής… … Dictionary of Greek
σεβαστον(ε)ίκης — ὁ, Α ο νικητής σε αυτοκρατορικούς αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεβαστός + νίκης (< νίκη), πρβλ. ολυμπιο νίκης] … Dictionary of Greek
σταδιονίκης — ὁ, Μ ο νικητής στο στάδιο, σε αγώνα δρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + νίκης (< νίκη), πρβλ. ολυμπιο νίκης] … Dictionary of Greek