ὀλυμπιό-νῑκος

ὀλυμπιό-νῑκος

ὀλυμπιό-νῑκος, in den olympischen Spielen siegend, Pind. Ol. 14, 19 N. 6, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιερόνικος — ἱερόνικος, ον (Μ) νικηφόρος («ἱερονίκους ἄθλους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + νικος (< νίκη) πρβλ. αξιό νικος, Ολυμπιό νικος] …   Dictionary of Greek

  • πυθιόνικος — και πυθόνικος, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νίκη στα Πύθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύθια + νικος (< νίκη), πρβλ ὀλυμπιό νικος] …   Dictionary of Greek

  • ουρανόνικος — οὐρανόνικος, ον (Α) αυτός που νικά τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + νίκη (πρβλ. Ολυμπιό νικος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”