- ἀ-οσμία
ἀ-οσμία, ἡ, Geruchlosigkeit, schlechter Geruch, der εὐοσμία entgeggstzt, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-οσμία, ἡ, Geruchlosigkeit, schlechter Geruch, der εὐοσμία entgeggstzt, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οσμία — (osmia). Γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας των μελισσοειδών. Αριθμεί περίπου εξήντα είδη μοναχικών μελισσών, που ζουν σε ολόκληρο τον κόσμο εκτός από την Αυστραλία, και κυρίως στη νότια Ευρώπη. Τα έντομα αυτά κατασκευάζουν τις φωλιές τους … Dictionary of Greek
υποσμία — η, Ν ιατρ. ελάττωση τής οσφρητικής ικανότητας, υποσφρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οσμία (< οσμή), πρβλ. δυσ οσμία] … Dictionary of Greek