ἀοσσέω

ἀοσσέω

ἀοσσέω (verwandt mit ἀοζέω, Einige leiten es von ὄσσα ab), helfen, beistehen, ἀοσσῆσαί τινι Mosch. 4, 110.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀοσσῆσαι — ἀοσσέω help aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άζος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ιδρυτής της φρυγικής πόλης Αζείας, κοντά στην Τροία. Ο Ά. έφερε στους Τρώες το Παλλάδιον, ξύλινο ομοίωμα της Παλλάδας, που είχε την ιδιότητα να προστατεύει την πόλη από τους εχθρούς της. Αργότερα, οι κάτοικοι της πόλης… …   Dictionary of Greek

  • άοζος — (I) ἄοζος, ο (Α) θεράπων, υπηρέτης, ακόλουθος, ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του όζος «κλάδος, βλαστός γόνος, σύντροφος» με α αθροιστικό, πιθ. από επίδραση του ρ. αοσσέω «βοηθώ» κατ… …   Dictionary of Greek

  • αοσσητήρ — ἀοσσητήρ ( ῆρος), ο (Α) [αοσσέω] βοηθός, επίκουρος …   Dictionary of Greek

  • sekʷ-1 —     sekʷ 1     English meaning: to follow     Deutsche Übersetzung: “folgen”     Grammatical information: mostly medial     Note: as Terminus the Jägersprache originally eins with sekʷ 2, s. Wissmann in: Das Institut f. deutsche language under… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”