Μνήμων — mindful masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμων — mindful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμων — ον (ΑΜ μνήμων, ον, Α δωρ. τ. μνάμων) 1. αυτός που θυμάται κάποιον ή κάτι ή αυτός που σκέπτεται κάποιον ή κάτι («κακών τε μνήμονες, σεμναὶ καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῑς», Αισχύλ.) 2. αυτός που θυμάται εύκολα, αυτός που έχει πολύ καλή μνήμη, αυτός που… … Dictionary of Greek
Μνημῶν — Μνήμη remembrance fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνημῶν — μνήμη remembrance fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνᾶμον — μνήμων mindful masc/fem voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μνήμονα — Μνήμων mindful masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμονα — μνήμων mindful masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μνήμονας — Μνήμων mindful masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνήμονας — μνήμων mindful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μνήμονες — Μνήμων mindful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)