- ἀδήμων
ἀδήμων, von Eust. angenommenes Wort, um ἀδημονέω abzuleiten, das er auf ἄδην, überdrüssig, zurückführt; Buttm. a. a. O. von ἄ-δημος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀδήμων, von Eust. angenommenes Wort, um ἀδημονέω abzuleiten, das er auf ἄδην, überdrüssig, zurückführt; Buttm. a. a. O. von ἄ-δημος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αδήμων — ἀδήμων ( όνος), ον (Α) αυτός που αγωνιά, που ανησυχεί, που αδημονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ἀδημονῶ] … Dictionary of Greek
ἀδήμων — ἄδημος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… … Dictionary of Greek