- ὀνίς
ὀνίς, ίδος, ἡ, Eselsmist; Ar. Pax 4; Arist. H. A. 5, 19 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνίς, ίδος, ἡ, Eselsmist; Ar. Pax 4; Arist. H. A. 5, 19 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνίς — ass s dung fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνίδα — ὀνίς ass s dung fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνίδας — ὀνίς ass s dung fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνίδες — ὀνίς ass s dung fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνίδι — ὀνίς ass s dung fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνίδος — ὀνίς ass s dung fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνίδων — ὀνίς ass s dung fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίς — I (Nice). Πόλη της Γαλλίας, πιο γνωστή με την ελληνική ονομασία της, Νίκαια (βλ. λ.). II (Nish). Πόλη (174.000 κάτ. το 2003) της Σερβίας. Βρίσκεται στην κεντρική Σερβία, στον ποταμό Νισάβα, παραπόταμο του Μοράβα. Είναι οχυρωμένη πόλη και σπουδαίο … Dictionary of Greek
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek
Πανδιονίς — Πανδῑονίς , Πανδιονίς son of Pandion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)