ἀν-έξ-οιστος

ἀν-έξ-οιστος

ἀν-έξ-οιστος, nicht herauszubringen, Plut. Symp. 8, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οϊστός — ὀϊστός, αττ. τ. οἰστός, ό, ἡ (Α) 1. βέλος («χαλκήρης ὀϊστός», Ομ. Ιλ.) 2. είδος φυτού με βελοειδή φύλλα 3. ο αστερισμός τού Τοξότη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι συνθ. με α συνθετικό το προθεματικό μόριο ὀ * (II) και β… …   Dictionary of Greek

  • οἰστός — ὀιστός arrow masc nom sg (attic) οἰστός that can be borne masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιστός — οἰστός, ή, όν (Α) [οίσω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομένει, να υποφέρει, ανεκτός, υποφερτός. επίρρ... οἰστῶς (Α) ανεκτά …   Dictionary of Greek

  • ὀιστός — arrow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστά — οἰστός that can be borne neut nom/voc/acc pl οἰστά̱ , οἰστός that can be borne fem nom/voc/acc dual οἰστά̱ , οἰστός that can be borne fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστῶν — ὀιστός arrow masc gen pl (attic) οἰστός that can be borne fem gen pl οἰστός that can be borne masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστόν — ὀιστός arrow masc acc sg (attic) οἰστός that can be borne masc acc sg οἰστός that can be borne neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστότερον — οἰστός that can be borne adverbial comp οἰστός that can be borne masc acc comp sg οἰστός that can be borne neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστοῖς — ὀιστός arrow masc dat pl (attic) οἰστός that can be borne masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστοί — ὀιστός arrow masc nom/voc pl (attic) οἰστός that can be borne masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰστοῦ — ὀιστός arrow masc gen sg (attic) οἰστός that can be borne masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”