ἀ-νέμητος

ἀ-νέμητος

ἀ-νέμητος, 1) unvertheilt, bes. von Erbschaften, ἀνεμήτου τῆς οὐσίας οὔσης Aesch. 1, 102; οὐσίαν ἀν. συγχωρῆσαι, ohne Ansprüche darauf zu machen, überlassen, Dem. 44, 10. – 2) ohne Antheil, ὄχλος ἄπορος καὶ ἀν., dem noch kein Landeigenthum zugetheilt worden, Plut. Cat. min. 26; App. Civ. 418.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεμητός — νεμητός, ή, όν (Α) πιθ. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διανείμει ή αυτός που διανεμήθηκε, που διαιρέθηκε, που διαμοιράστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμη τού νέμω (πρβλ. νέμημα, νέμηση), βλ. και λ. νέμω] …   Dictionary of Greek

  • νεμήτων — νέμητος not fully formed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέμητε — νέμητος not fully formed masc/fem voc sg νέμω deal out pres subj act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεμηταί — νεμητής masc nom/voc pl νεμητός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”