ἀν-έγ-γυος

ἀν-έγ-γυος

ἀν-έγ-γυος, unverbürgt; , die nicht feierlich Verlobte, Plut. Caes. 14; καὶ ἀνέκδοτος mul. virt. p. 306; vgl. D. Hal. 2, 24. Von Kindern: aus einer nicht feierlich geschlossenen Ehe (ἀνέγγυος γάμος Poll.) gezeugt, unehelich, παῖς ἀν. καὶ νόϑος Plat. Rep. V, 461 b; ἀνέγγυος καὶ σκότιος Plut. Thes. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρίγυον — τὸ, Α τεμάχιο γης ή αγρός που είχε έκταση τριών γυών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γυος (< γύης «μέτρο γης»), πρβλ. τετρά γυος] …   Dictionary of Greek

  • γύω — γύης 1 the curved piece of wood masc gen sg (attic epic ionic) γύης 2 the curved piece of wood masc gen sg (attic epic ionic) γύον neut nom/voc/acc dual γύον neut gen sg (doric aeolic) γύος masc nom/voc/acc dual γύος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράγυος — και δ. γρφ. τετρόγυος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση τεσσάρων γυών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράγυον (ως μονάδα μέτρησης έκτασης) τεμάχιο γης που μπορεί να οργώσει κανείς σε μια μέρα («τετράγυον δ εἴη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + γύης… …   Dictionary of Greek

  • τριημίγυον — τὸ, Α ένας γύης* και μισός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + γύης «μέτρο γης» (πρβλ. τετρά γυος)] …   Dictionary of Greek

  • γύοις — γύον neut dat pl γύος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύοισιν — γύον neut dat pl (epic ionic aeolic) γύος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύον — neut nom/voc/acc sg γύος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύου — γύης 1 the curved piece of wood masc gen sg γύης 2 the curved piece of wood masc gen sg γύον neut gen sg γύος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύων — ἐγγυάω give imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐγγυάω give imperf ind act 1st sg (homeric ionic) γύον neut gen pl γύος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”