τρίγυον — τὸ, Α τεμάχιο γης ή αγρός που είχε έκταση τριών γυών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γυος (< γύης «μέτρο γης»), πρβλ. τετρά γυος] … Dictionary of Greek
γύω — γύης 1 the curved piece of wood masc gen sg (attic epic ionic) γύης 2 the curved piece of wood masc gen sg (attic epic ionic) γύον neut nom/voc/acc dual γύον neut gen sg (doric aeolic) γύος masc nom/voc/acc dual γύος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράγυος — και δ. γρφ. τετρόγυος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση τεσσάρων γυών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράγυον (ως μονάδα μέτρησης έκτασης) τεμάχιο γης που μπορεί να οργώσει κανείς σε μια μέρα («τετράγυον δ εἴη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + γύης… … Dictionary of Greek
τριημίγυον — τὸ, Α ένας γύης* και μισός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίημι «ενάμισυ» + γύης «μέτρο γης» (πρβλ. τετρά γυος)] … Dictionary of Greek
γύοις — γύον neut dat pl γύος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύοισιν — γύον neut dat pl (epic ionic aeolic) γύος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύον — neut nom/voc/acc sg γύος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύου — γύης 1 the curved piece of wood masc gen sg γύης 2 the curved piece of wood masc gen sg γύον neut gen sg γύος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γύων — ἐγγυάω give imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐγγυάω give imperf ind act 1st sg (homeric ionic) γύον neut gen pl γύος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)