ἀν-έκ-κριτος

ἀν-έκ-κριτος

ἀν-έκ-κριτος γαστήρ, verstopft, Sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κριτός — κριτός, ή, όν (Α) [κρίνω] εκλεκτός, ξεχωριστός, έξοχος («ἀμφὶ πυρήν κριτὸς ἤγρετο λαὸς Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • κριτός — separated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτόν — κριτός separated masc acc sg κριτός separated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτοί — κριτός separated masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτούς — κριτός separated masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριτῆς — κριτός separated fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιόκριτος — ἰδιόκριτος, ον (Α) ιδιόρρυθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κριτος (< κριτός < κρίνω), πρβλ. αδιά κριτος, ά κριτος] …   Dictionary of Greek

  • θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… …   Dictionary of Greek

  • κριτά — κριτά̱ , κριτής judge masc nom/voc/acc dual κριτής judge masc voc sg κριτής judge masc nom sg (epic) κριτός separated neut nom/voc/acc pl κριτά̱ , κριτός separated fem nom/voc/acc dual κριτά̱ , κριτός separated fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ληρόκριτος — Ληρόκριτος, ὁ (Α) λογοπαικτική παραποίηση τού ονόματος τού Δημοκρίτου από τον Επίκουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + κριτος (< κρίνω), πρβλ. Δημό κριτος] …   Dictionary of Greek

  • ευαπόκριτος — εὐαπόκριτος, ον (Α) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να αποκριθεί κάποιος. επίρρ... εὐαποκρίτως φρ. «εὐαποκρίτως ἔχειν πρός τινας» έχω εύκολη την απάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + από κριτος (< απο κρίνομαι), πρβλ. δυσ απόκριτος, αν από κριτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”