ἀν-έγρομαι

ἀν-έγρομαι

ἀν-έγρομαι, erwachen, praes., Opp. Hal. 2, 204; Qu. Sm. 5, 610.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἔγρομαι — ἔγρω pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέγρομαι — ἀνέγρομαι (AM) ανεγείρομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + έγρομαι, υστερογενής ενεστώτας του εγείρω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”