- ἀν-έκ-ρυπτος
ἀν-έκ-ρυπτος, = ἀνέκνιπτος, Poll. 1, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έκ-ρυπτος, = ἀνέκνιπτος, Poll. 1, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρυπτικός — ή, ό / ῥυπτικός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει τους ρύπους, τις ακαθαρσίες ή αυτός που είναι κατάλληλος για καθαρισμό από ρύπους («ῥυπτικωτάτη κόνις», Πλούτ.) αρχ. καθαρτικός («ῥυπτικὸν φάρμακον» το καθάρσιο, Αριστοτ.).… … Dictionary of Greek
εύρυπτος — εὔρυπτος, ον (Α) αυτός που ξεπλένεται, που καθαρίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρυπτος (< ρύπτω «πλένω»)] … Dictionary of Greek