- ἀν-έτυμος
ἀν-έτυμος, dasselbe; adv., Sext. Emp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έτυμος, dasselbe; adv., Sext. Emp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔτυμος — true masc nom sg ἔτυμος true masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτυμος — η, ο (Α ἔτυμος, ον και ἔτυμος, ύμη, ον) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔτυμο(ν) η αρχική, η πρώτη σημασία τών λέξεων, όπως εξάγεται από την προέλευσή της, η ρίζα αρχ. αληθινός, πραγματικός, βέβαιος («ἔτυμος λόγος» αληθινή διήγηση, Στησίχ.) επίρρ... ἐτύμως… … Dictionary of Greek
ἐτυμώτερον — ἔτυμος true adverbial comp ἔτυμος true masc acc comp sg ἔτυμος true neut nom/voc/acc comp sg ἔτυμος true masc acc comp sg ἔτυμος true neut nom/voc/acc comp sg ἔτυμος true adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμώτατα — ἔτυμος true adverbial superl ἔτυμος true neut nom/voc/acc superl pl ἔτυμος true adverbial superl ἔτυμος true neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτυμώτατον — ἔτυμος true masc acc superl sg ἔτυμος true neut nom/voc/acc superl sg ἔτυμος true masc acc superl sg ἔτυμος true neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτύμω — ἔτυμος true masc/neut nom/voc/acc dual ἔτυμος true masc/neut gen sg (doric aeolic) ἔτυμος true masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔτυμος true masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτύμως — ἔτυμος true adverbial ἔτυμος true masc acc pl (doric) ἔτυμος true adverbial ἔτυμος true masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔτυμον — ἔτυμος true masc acc sg ἔτυμος true neut nom/voc/acc sg ἔτυμος true masc/fem acc sg ἔτυμος true neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτύμων — ἔτυμος true fem gen pl ἔτυμος true masc/neut gen pl ἔτυμος true masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτύμοις — ἔτυμος true masc/neut dat pl ἔτυμος true masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτύμοισι — ἔτυμος true masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἔτυμος true masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)