μετρητός — measurable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητός — ή, ό (ΑΜ μετρητός, ή, όν) [μετρώ] 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν μετρήσει, ο δεκτικός μέτρησης ή αυτός που μπορεί να εκτιμηθεί ή να υπολογιστεί (α. «η απόσταση από το σημείο Α ώς το σημείο Β είναι μετρητή» β. «ὦ πένθος οὐ μετρητόν, οὺδ οἷόν τ… … Dictionary of Greek
μετρητός — ή, ό αυτός που μπορεί να μετρηθεί: Μετρητή ποσότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετρητόν — μετρητός measurable masc acc sg μετρητός measurable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητοῖς — μετρητός measurable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητοῖσιν — μετρητός measurable masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητοί — μετρητός measurable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητούς — μετρητός measurable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητῆς — μετρητός measurable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητή — μετρητός measurable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετρητῷ — μετρητός measurable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)