- ἀ-μέρδω
ἀ-μέρδω (ἀμείρω, μέρος, vgl. Buttm. Lexil. I, 137), untheilhaftig machen, berauben, Hom. sechsmal, Od. 8, 64 ὀφϑαλμῶν μὲν ἄμερσε (verst. τὸν Δημόδοκον), Iliad. 16, 53 ὁππότε δὴ τὸν ὁμοῖον ἀνὴρ ἐϑέλῃσιν ἀμέρσαι, 22, 58 αὐτὸς δὲ φίλης αἰῶνος ἀμερϑῇς, Od. 21, 290 οὐδέ τι δαιτὸς ἀμέρδεαι, 19, 18 ἔντεα καλά, τά μοι ἀκηδέα καπνὸς ἀμέρδει, des Glanzes beraubt, blind macht; Iliad. 13, 340 ὄσσε δ' ἄμερδεν αὐγὴ χαλκείη κορύϑων ἄπο λαμπομενάων κτἑ., blendete die Augen; – Hes. Th. 698 Sc. 331; Pind. πάτρας Ol. 12, 18; mit doppeltem acc. τιμὴν ἤμερσεν Ὀλύμπια δώματ' ἔχοντας H. h. Cer. 312; rauben, βίοτον Eur. Hec. 1080; beschädigen, Sp. D.; Nic. Ther. 686 ἄμερσεν = ἄμερξεν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.