ἀ-μέριμνος

ἀ-μέριμνος

ἀ-μέριμνος, 1) unbeachtet, Soph. Ai. 1186. – 2) sorglos, Pall. 11 (IX, 165); oft Herodian., z. B. βίος 2, 4, 3; τὸ ἀμ., Sorglosigkeit, 1, 6, 26; ἀμ. βίον ζῆν Philem. Stob. Floril. 97, 19; ἀμεριμνοτέρη κρήνη Ant. Th. 1 (XI, 24), die weniger Mühe macht. – Adv., βιοῦν Herodian. 4, 5, 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπτομέριμνος — ον (Α) 1. συνεσταλμένος, διακριτικός 2. αυτός που μεριμνά για πράγματα μηδαμινά, ανάξια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. α μέριμνος, πολυ μέριμνος] …   Dictionary of Greek

  • ληθομέριμνος — ληθομέριμνος, ον (Α) αυτός που κάνει να λησμονιούνται οι μέριμνες, οι φροντίδες, οι έγνοιες («νὺξ ληθομέριμνος», Ορφ.Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. λεπτο μέριμνος, φιλο μέριμνος] …   Dictionary of Greek

  • λυσιμέριμνος — λυσιμέριμνος, ον (Α) 1. αυτός που διώχνει τις έγνοιες, τις σκοτούρες 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμέριμνος, ἡ Λυσιμέριμνος επίκληση τού Διονύσου, τού Ερμού, τής Αρτέμιδος και τού Ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + < μέριμνα (πρβλ. α… …   Dictionary of Greek

  • μυθομέριμνος — μυθομέριμνος, ον (Μ) αυτός που μεριμνά για τους μύθους. [ΕΤΥΜΟΛ. μῦθος + μέριμνος (< μέριμνα «φροντίδα»), πρβλ. ληδο μέριμνος] …   Dictionary of Greek

  • πολυμέριμνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλές μέριμνες, πολλές φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. οξυ μέριμνος] …   Dictionary of Greek

  • φιλομέριμνος — ον, Μ αυτός που τού αρέσουν οι μέριμνες, οι φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. λυσι μέριμνος] …   Dictionary of Greek

  • βραχυμέριμνος — βραχυμέριμνος, ον (Α) εκείνος τον οποίο απασχολούν μέριμνες για εφήμερα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + μέριμνος < μέριμνα (πρβλ. αμέριμνος, οξυμέριμνος, πολυμέριμνος)] …   Dictionary of Greek

  • οξυμέριμνος — ὀξυμέριμνος, ον (Α) αυτός που έτυχε μεγάλης φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μέριμνα (πρβλ. πολυ μέριμνος)] …   Dictionary of Greek

  • παυσιμέριμνος — ον, Μ αυτός που καταπαύει τις μέριμνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + μέριμνα, πρβλ. λυσι μέριμνος] …   Dictionary of Greek

  • περιμέριμνος — ον, Μ πολύ προσεκτικός. επίρρ... περιμερίμνως με μεγάλη προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μέριμνος (μέριμνα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”