λεπτομέριμνος — ον (Α) 1. συνεσταλμένος, διακριτικός 2. αυτός που μεριμνά για πράγματα μηδαμινά, ανάξια λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. α μέριμνος, πολυ μέριμνος] … Dictionary of Greek
ληθομέριμνος — ληθομέριμνος, ον (Α) αυτός που κάνει να λησμονιούνται οι μέριμνες, οι φροντίδες, οι έγνοιες («νὺξ ληθομέριμνος», Ορφ.Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. λεπτο μέριμνος, φιλο μέριμνος] … Dictionary of Greek
λυσιμέριμνος — λυσιμέριμνος, ον (Α) 1. αυτός που διώχνει τις έγνοιες, τις σκοτούρες 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμέριμνος, ἡ Λυσιμέριμνος επίκληση τού Διονύσου, τού Ερμού, τής Αρτέμιδος και τού Ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + < μέριμνα (πρβλ. α… … Dictionary of Greek
μυθομέριμνος — μυθομέριμνος, ον (Μ) αυτός που μεριμνά για τους μύθους. [ΕΤΥΜΟΛ. μῦθος + μέριμνος (< μέριμνα «φροντίδα»), πρβλ. ληδο μέριμνος] … Dictionary of Greek
πολυμέριμνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλές μέριμνες, πολλές φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. οξυ μέριμνος] … Dictionary of Greek
φιλομέριμνος — ον, Μ αυτός που τού αρέσουν οι μέριμνες, οι φροντίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. λυσι μέριμνος] … Dictionary of Greek
βραχυμέριμνος — βραχυμέριμνος, ον (Α) εκείνος τον οποίο απασχολούν μέριμνες για εφήμερα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + μέριμνος < μέριμνα (πρβλ. αμέριμνος, οξυμέριμνος, πολυμέριμνος)] … Dictionary of Greek
οξυμέριμνος — ὀξυμέριμνος, ον (Α) αυτός που έτυχε μεγάλης φροντίδας, που μερίμνησαν ιδιαίτερα γι αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μέριμνα (πρβλ. πολυ μέριμνος)] … Dictionary of Greek
παυσιμέριμνος — ον, Μ αυτός που καταπαύει τις μέριμνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + μέριμνα, πρβλ. λυσι μέριμνος] … Dictionary of Greek
περιμέριμνος — ον, Μ πολύ προσεκτικός. επίρρ... περιμερίμνως με μεγάλη προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μέριμνος (μέριμνα)] … Dictionary of Greek