ἀ-μέρεια

ἀ-μέρεια

ἀ-μέρεια, , Untheilbarkeit, Dion. Areop. Von


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέρεια — μέρεια, ἡ (Α) 1. μερίδα 2. (κατά τον Ησύχ.) «φυλῆς μέρος ἐκ δέκα τρι(ακ)άδων συνεστός». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατ απόσπαση από συνθ. σε μέρεια (πρβλ. πολυμερής > πολυμέρεια)] …   Dictionary of Greek

  • μερεία — μερείᾱ , μέρεια fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολιγομέρεια — η (Α ὀλιγομέρεια) νεοελλ. το να αποτελείται κάτι από λίγα μέρη αρχ. μικρή έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + μέρεια (< μερής < μέρος), πρβλ. πολυ μέρεια] …   Dictionary of Greek

  • μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”