- ἀν-έργαστος
ἀν-έργαστος, nicht ausgearbeitet, Arist. Metaph. 8, 6; ungeformt, Luc. Prom. 11; roh, λίϑος 11. Sic. 14, 18; nicht ausgebildet, Pol 10, 43; nicht von Menschenhänden gemacht, Herodian. 5, 3, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έργαστος, nicht ausgearbeitet, Arist. Metaph. 8, 6; ungeformt, Luc. Prom. 11; roh, λίϑος 11. Sic. 14, 18; nicht ausgebildet, Pol 10, 43; nicht von Menschenhänden gemacht, Herodian. 5, 3, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευέργαστος — εὐέργαστος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα επεξεργάζεται κάποιος, ο εύπλαστος («εὐέργαστος πᾱσα γῆ») 2. (για ανθρώπους) ευάγωγος, εύπλαστος («εὐέργαστοι πρὸς ἀγαθωσύνην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *εργαστός (< εργάζομαι), πρβλ. α κατ έργαστος, αν… … Dictionary of Greek
ευκατέργαστος — η, ο (ΑΜ εὐκατέργαστος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία, ο ευκολοδούλευτος («εὐκατέργαστα ἔρια», Γαλ.) αρχ. 1. (για τροφές) εύπεπτος 2. αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα 3. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται… … Dictionary of Greek
ημιέργαστος — ἡμιέργαστος, ον (Α) κατειργασμένος κατά το ήμισυ, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + έργαστος (< εργάζομαι), πρβλ. αν επ εξ έργαστος, α κατ έργαστος] … Dictionary of Greek
καλοέργαστος — η, ο (Μ καλοέργαστος, ον) (για γη) καλοεργασμένη, καλοδουλεμένη, καλά καλλιεργημένη νεοελλ. (για πράγματα) αυτός που είναι εύκολος στην κατεργασία («καλοέργαστο ξύλο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + έργαστος (< εργάζομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek
πολυέργαστος — ον, Α πολύεργος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + έργαστος (< ἐργάζομαι), πρβλ. ημι έργαστος] … Dictionary of Greek