ἀνάγυρις

ἀνάγυρις

ἀνάγυρις, εως, ἡ, = ἀνάγυρος, u. , ein übelriechender, Schoten tragender Strauch, Diosc. Vgl. auch ὀνόγυρος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανάγυρις — (anagyris). Γένος δενδρυλλίων της οικογένειας των ψυχανθών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Στην Ελλάδα απαντάται το ένα από τα τρία είδη του γένους, η α. η δύσοσμη, γνωστό με πολλά κοινά ονόματα όπως αναγύρι, ασόγερας, βρομοκλάδι,… …   Dictionary of Greek

  • ανάγυρος — (I) η, ο αυτός που κάνει γύρους, λοξός, ελικοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γύρος. ΠΑΡ. αναγυρίδα]. (II) ἀνάγυρος, ο (Α) η Ανάγυρις* …   Dictionary of Greek

  • ονόγυρος — ὀνόγυρος, ὁ (Α) 1. το φυτό ανάγυρις 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνόγυροι σειροί» …   Dictionary of Greek

  • φασολιά — Ποώδη φυτά και οι καρποί και τα σπέρματά τους. Ανήκουν στην οικογένεια των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών και στην οικογένεια των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Εξαιτίας των θρεπτικών ιδιοτήτων τους καλλιεργούνται πολύ και καταναλώνονται… …   Dictionary of Greek

  • ατζόγερας — Γένος δικοτυλήδονων φυτών που ανήκει στην οικογένεια των ψυχανθών ή παπιλιονιδών. Ένα από τα γνωστότερα είδη του, που ευδοκιμεί και στην Ελλάδα, είναι το φυτό γνωστό με την επιστημονική ονομασία ανάγυρις η δύσοσμη. Το φυτό αυτό έχει ύψος 13 μ.,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”