ἀνά-κυρτος

ἀνά-κυρτος

ἀνά-κυρτος, aufwärts gebogen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ανάκυρτος — η, ο (Μ ἀνάκυρτος, ον) ο κυρτωμένος προς τα επάνω ή προς τα πίσω, καμπουρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + κυρτός < κυρτός. ΠΑΡ. νεοελλ. ανακυρτώνω] …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”