- ἀ-μάντευτος
ἀ-μάντευτος, 1) nicht geweissagt, Sp. – 2) κύνες τῶν ἰχνῶν ἀμ., die Spur nicht aufspürend, Poll. 5, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-μάντευτος, 1) nicht geweissagt, Sp. – 2) κύνες τῶν ἰχνῶν ἀμ., die Spur nicht aufspürend, Poll. 5, 63.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαντευτός — μαντευτός, ή, όν (Α) [μαντεύω] 1. αυτός για τον οποίο το μαντείο έχει δώσει χρησμό («ἧχ ὁ μαντευτὸς γόνος», Ευρ.) 2. ο προκαθορισμένος, ο προδιαγεγραμμένος από τον χρησμό («τά τε μαντευτὰ ἱερὰ θύουσιν», Αριστοτ.) 3. «μαντευτοὶ λόγοι» άθροισμα… … Dictionary of Greek
μαντευτός — foretold by an oracle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντευτόν — μαντευτός foretold by an oracle masc acc sg μαντευτός foretold by an oracle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντευτοῖς — μαντευτός foretold by an oracle masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντευτοί — μαντευτός foretold by an oracle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντευτῆς — μαντευτός foretold by an oracle fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντευτά — μαντευτά̱ , μαντευτής masc nom/voc/acc dual μαντευτής masc voc sg μαντευτής masc nom sg (epic) μαντευτός foretold by an oracle neut nom/voc/acc pl μαντευτά̱ , μαντευτός foretold by an oracle fem nom/voc/acc dual μαντευτά̱ , μαντευτός foretold by… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμάντευτος — ον, Α αυτός για τον οποίο έχουν γίνει πολλές μαντείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαντευτός (< μαντεύω), πρβλ. α μάντευτος] … Dictionary of Greek
μαντευτοῦ — μαντευτής masc gen sg μαντευτός foretold by an oracle masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)