- ἀνά-πλεος
ἀνά-πλεος, Sp. = ἀνάπλεως, Arist. de an. 2, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνά-πλεος, Sp. = ἀνάπλεως, Arist. de an. 2, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανάπλεος — έα, εον και αττικός ανάπλεως, έα, ων (Α ἀνάπλεος και ἀνάπλεως) [πλέως] πλήρης, γεμάτος αρχ. μολυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + πλέως (ιων. πλέος < πίμπλημι) «πλήρης, γεμάτος»] … Dictionary of Greek