- ἀν-ά-ποινος
ἀν-ά-ποινος, ohne Lösegeld, umsonst, Hom. ἀνάποινον als adv., παραλλήλως mit ἀπριάτην, Iliad. 1, 99; s. das. Scholl. Aristonic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ά-ποινος, ohne Lösegeld, umsonst, Hom. ἀνάποινον als adv., παραλλήλως mit ἀπριάτην, Iliad. 1, 99; s. das. Scholl. Aristonic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαθίποινος — λαθίποινος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που λησμονεί την εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + ποινος (< ποινή), πρβλ. αντί ποινος, αξιό ποινος] … Dictionary of Greek
νήποινος — νήποινος, ον (Α) 1. ατιμώρητος, ανεκδίκητος («νήποινοί κεν ἔπειτα δόμων ἔντοσθεν ὄλοισθε», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) αυτός που δεν παράγει καρπούς, άκαρπος («χθονὸς αἶσαν... δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νήποινον», Πίνδ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek
νηλεόποινος — νηλεόποινος, ον (Α) (επίθ. για τις Κῆρες, αδελφές τού Θανάτου, κόρες τής Νυκτός) αυτός που τιμωρεί χωρίς έλεος, σκληρά, άσπλαχνα («καὶ Μοίρας και Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + ποινος (< ποινή), πρβλ … Dictionary of Greek
πολύποινος — ον, Α αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ποινος (< ποινή), πρβλ. αξιό ποινος, υστερό ποινος] … Dictionary of Greek
τεκνόποινος — ον, Α αυτός που τιμωρεί τα παιδιά του («μῆνις τεκνόποινος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + ποινος (< ποινή), πρβλ. γυναικό ποινος] … Dictionary of Greek
υστερόποινος — ον, Α αυτός που επιβάλλει ποινή πολύ μετά από τη διάπραξη ενός αδικήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιό ποινος] … Dictionary of Greek
φιλόποινος — ον, Μ αυτός που αγαπά την εκδίκηση, την τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιό ποινος] … Dictionary of Greek
φυγόποινος — η, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που αποφεύγει να εκτίσει την ποινή η οποία τού έχει επιβληθεί από δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιό ποινος] … Dictionary of Greek
ωκύποινος — ον, Α αυτός που τιμωρείται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + ποινος (< ποινή), πρβλ. πολύ ποινος] … Dictionary of Greek
γυναικόποινος — γυναικόποινος, ον (Α) αυτός που παίρνει εκδίκηση για γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + ποινος < ποινή (πρβλ. τεκνόποινος, υστερόποινος)] … Dictionary of Greek
μεταποίνιος — μεταποίνιος, ον (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που τιμωρεί κατόπιν, ο εκδικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ποίνιος (< ποινος < ποινή), πρβλ. εμ ποίνιος] … Dictionary of Greek