- περι-βρίθω
περι-βρίθω, rings herum beschweren, u. intrans., rings schwer lasten, aufliegen, Nic. Th. 851 Al. 143.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-βρίθω, rings herum beschweren, u. intrans., rings schwer lasten, aufliegen, Nic. Th. 851 Al. 143.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιβρίθῃ — περιβρί̱θῃ , περί βρίθω to be heavy pres subj mp 2nd sg περιβρί̱θῃ , περί βρίθω to be heavy pres ind mp 2nd sg περιβρί̱θῃ , περί βρίθω to be heavy pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβριθόντων — περιβρῑθόντων , περί βρίθω to be heavy pres part act masc/neut gen pl περιβρῑθόντων , περί βρίθω to be heavy pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβρίθοντα — περιβρί̱θοντα , περί βρίθω to be heavy pres part act neut nom/voc/acc pl περιβρί̱θοντα , περί βρίθω to be heavy pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβρίθω — ΜΑ είμαι εντελώς γεμάτος από κάτι, είμαι υπερπλήρης αρχ. είμαι πάρα πολύ βαρύς, σκύβω από το βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βρίθω «είμαι γεμάτος»] … Dictionary of Greek
περιβριθούσης — περιβρῑθούσης , περί βρίθω to be heavy pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβριθόμενος — περιβρῑθόμενος , περί βρίθω to be heavy pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβρίθοι — περιβρί̱θοῑ , περί βρίθω to be heavy pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβρίθοιεν — περιβρί̱θοιεν , περί βρίθω to be heavy pres opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβρίθονται — περιβρί̱θονται , περί βρίθω to be heavy pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβρίθουσα — περιβρί̱θουσα , περί βρίθω to be heavy pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβρίθουσαν — περιβρί̱θουσαν , περί βρίθω to be heavy pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)