- περι-βρέμω
περι-βρέμω, umrauschen, Ap. Rh. 2, 323; gew. im med., τινί, D. Per. 131. 475; Opp. Cyn. 2, 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-βρέμω, umrauschen, Ap. Rh. 2, 323; gew. im med., τινί, D. Per. 131. 475; Opp. Cyn. 2, 67.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιβρέμει — περί βρέμω roar pres ind mp 2nd sg περί βρέμω roar pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβρέμεται — περί βρέμω roar pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιβρέμω — Α (ενεργ. και μέσ.) περιβρέμομαι βροντώ ολόγυρα, βουίζω γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βρέμω «βροντώ»] … Dictionary of Greek