ἀν-οίγνυμι

ἀν-οίγνυμι

ἀν-οίγνυμι u. ἀνοίγω, Hom. Iliad. 24, 455 ἀναοίγεσκον, fut. ἀνοίξω, impf. ἀνέῳγον, Hom. Iliad. 14, 168 ἀνῷγεν, aor. ἀνέῳξα Plat. Prot. 310 b, ion. ἀνῷξα Her. 1, 68, inf. ἀνοῖξαι Aesch. Ag. 590, ἤνοιξα nur Sp., perf. I. ἀνέῳχα Dem. 42, 30, ἀνεῳγμένη ϑύρα Plat. Conv. 174 d, ἀνῷκται πάντα Theocr. 14, 47, aor. pass. ἀνεῴχϑην, ἀνοιχϑείην Plat. Phaed. 59 b, ἠνοίγην nur Sp., ἀνοιγήσομαι N. T. Matth. 7, 7, ἠνεῴχϑησαν 3, 16; öffnen, was verschlossen ist, das Verschließende wegnehmen, bei Hom. nur in letzterer Bdtg: κληῖδα ἀναοίγεσκον Il. 24, 455, vgl. 14, 168 κληῖδι κρυπτῇ· τὴν δ' οὐ ϑεὸς ἄλλος ἀνῷγεν; 16, 221 χηλοῦ δ' ἀπὸ πῶμ' ἀνέῳγεν, vgl. 24, 228 Od. 10, 389; πύλας Aesch. Ag. 590; Her. 3, 117; Dem. 59, 99; ϑήκας παλαιάς Her. 3, 37; σόρον 1, 68; κιβωτόν Lys. 12, 10; πίϑον, ein Faß anbohren, wie οἶνον, Theocr. 14, 15; σημεῖα Dem. 42, 30, das Siegel lösen, wie Xen. Lac. 6, 4; διαϑήκην, ein Testament öffnen, Plut. Caes. 68; dah. absolut, ἄνοιγε, mach' auf! Uebtr., von Seefahrern, die hohe See gewinnen, sc. ϑάλατταν, ὡς ἤνοιγε, ἤνοιξε, Xen. Hell. 1, 1, 2. 1, 5, 13; vgl. Pind. ἀνοίγων νηυσὶν κέλευϑον P. 5, 38. Im Ggstz von κατακαλύπτειν, ἀνοίγειν λανϑάνουσαν ἀτυχίαν Men. Stob. fl. 112, 2. – Perf. II. ἀνέῳγα, offen stehen, Att., obwohl Phryn. ἀνέῳκται ἡ ϑύρα dem ἀνέῳγε vorzieht, wohl weil letztes auch im Pf sein kann.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οίγνυμι — οἴγνυμι βλ. οίνω …   Dictionary of Greek

  • οἴγνυμι — οἴγνῡμι , οἴγω open pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… …   Dictionary of Greek

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • Πιθοίγια — Γιορτή στην αρχαία Αθήνα. Τελούταν κατά την ενδέκατη μέρα του Ανθεστηριώνα (15 Φεβρ. 15 Μαρτίου) και αποτελούσε μέρος των Ανθεστηρίων. Στη διάρκειά της, οι οικογενειάρχες θυσίαζαν στον Διόνυσο και δοκίμαζαν το κρασί της νέας σοδειάς από τα… …   Dictionary of Greek

  • διοίγνυμι — και διοιγνύω και διοίγω (Α) [οίγνυμι, οιγνύω, οίγω] 1. ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό 2. ( μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς …   Dictionary of Greek

  • εξοίγνυμι — ἐξοίγνυμι και ἐξοίγω (Α) ανοίγω, διανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οίγνυμι «ανοίγω»] …   Dictionary of Greek

  • επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… …   Dictionary of Greek

  • εποίγνυμι — ἐποίγνυμι (Α) κλείνω («πᾱσαι [πύλαι] γὰρ ἐπῴχατο», Ομ. Ιλ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίγνυμι «ανοίγω»] …   Dictionary of Greek

  • θυροιγός — θυροιγός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τὰς θύρας ἀνοίγων, θυρωρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + οίγνυμι «ανοίγω»] …   Dictionary of Greek

  • παροίγνυμι — και παροίγω Α ανοίγω κάτι στα πλάγια ή ανοίγω λίγο, μισανοίγω («τίς ὁ καλῶν πύλας παροίξας;», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἴγνυμι / οἴγω «ανοίγω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”