- ἀν-οίμωκτος
ἀν-οίμωκτος, unbeklagt, Aesch. Ch. 427. 504.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-οίμωκτος, unbeklagt, Aesch. Ch. 427. 504.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιμωκτός — οἰμωκτός, ή, όν (Α) [οιμώζω] άξιος οίκτου, αξιολύπητος, αξιοθρήνητος … Dictionary of Greek
οἰμωκτόν — οἰμωκτός pitiable masc acc sg οἰμωκτός pitiable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοίμωκτος — ἀνοίμωκτος, ον (Α) [οιμωκτός] αθρήνητος, άκλαυτος … Dictionary of Greek
οιμωκτί — οἰμωκτί (Α) επίρρ. (κατά τον Ζωναρά) «μετά θρήνου», με κλαυθμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰμωκτός + επιρρμ. κατάλ. ι (πρβλ. ατιμωρητ ί)] … Dictionary of Greek
οιμωκτικός — οἰμωκτικός, ή, όν (Α) [οιμωκτός] αυτός που έχει τάση για θρήνο, θρηνώδης … Dictionary of Greek
οιμωξία — οἰμωξία και, κατά δ. γρφ., οἰμωκτία, ἡ (Α) [οιμωκτός] οιμωγή, θρήνος … Dictionary of Greek
οἰμωκτῶι — οἰμωκτῷ , οἰμωκτός pitiable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)