- ἀνθο-βοσκός
ἀνθο-βοσκός, Blumen nährend, Soph. frg. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθο-βοσκός, Blumen nährend, Soph. frg. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… … Dictionary of Greek