- ἀνθο-δίαιτος
ἀνθο-δίαιτος, μέλισσα, von od. auf Blumen lebend, Mel. 108 (V, 163).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθο-δίαιτος, μέλισσα, von od. auf Blumen lebend, Mel. 108 (V, 163).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιοδίαιτος — καρδιοδίαιτος, ον (Α) πάπ. αυτός που τρώει καρδιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. ανθο δίαιτος, οικο δίαιτος] … Dictionary of Greek