- ἀν-ομοιο-μερής
ἀν-ομοιο-μερής, ές, aus ungleichartigen Theilen bestehend, Arist. coel. 1, 6 part. an. 1, 1 (640, 20).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ομοιο-μερής, ές, aus ungleichartigen Theilen bestehend, Arist. coel. 1, 6 part. an. 1, 1 (640, 20).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολομερής — ές (Α ὁλομερής, ές) νεοελλ. αυτός που έχει όλα τα μέρη του, πλήρης, ακέραιος, άρτιος αρχ. αυτός που συνίσταται από ακέραια ή μεγάλα μέρη. επίρρ... ολομερώς (Α ὁλομερῶς) καθ ολοκληρίαν, εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + μερής (< μέρος), πρβλ.… … Dictionary of Greek