ἀν-ομοιο-βαρής

ἀν-ομοιο-βαρής

ἀν-ομοιο-βαρής, ές, ungleich schwer, Arist. coel. 1, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισοβαρής — ές (Α ἰσοβαρής, ές) αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ίδια βαρομετρική πίεση με άλλον 2. φρ. «ισοβαρείς καμπύλες» οι καμπύλες γραμμές πάνω σε μετεωρολογικούς χάρτες, οι οποίες ενώνουν τους τόπους που έχουν την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”