- ἀν-ομοιο-γενής
ἀν-ομοιο-γενής, ές, von verschiedener Gattung, Epicur. bei Diog. L. 10, 32; von verschiedenem Geschlecht, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ομοιο-γενής, ές, von verschiedener Gattung, Epicur. bei Diog. L. 10, 32; von verschiedenem Geschlecht, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θραυσιγενής — ές (ορυκτ.) (για επιφάνειες ορυκτών) αυτός που προέρχεται από θραύση ή κρούση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θραυσι (< θραύω) + γενής (< γένος), πρβλ. εκρηξι γενής, ομοιο γενής. Συνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
ισογενής — ἰσογενής, ές (Α) ίσος ή όμοιος ως προς το γένος, ομοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ. ιδιο γενής, ομοιο γενής] … Dictionary of Greek