- ἀν-ομοιότης
ἀν-ομοιότης, ητος, ἡ, Unähnlichkeit, Ungleichheit, öfter bei Plat. u. sonst; auch plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ομοιότης, ητος, ἡ, Unähnlichkeit, Ungleichheit, öfter bei Plat. u. sonst; auch plur.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμοιότης — likeness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁμοιότης φιλότητος μήτηρ. — См. Кому на ком жениться, тот в того и родится … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὁμοιοτήτων — ὁμοιότης likeness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιότησι — ὁμοιότης likeness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιότησιν — ὁμοιότης likeness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιότητα — ὁμοιότης likeness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιότητας — ὁμοιότης likeness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιότητες — ὁμοιότης likeness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιότητι — ὁμοιότης likeness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιότητος — ὁμοιότης likeness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοιότητα — Δύο σχήματα χαρακτηρίζονται όμοια αν είναι δυνατό να καθοριστεί μεταξύ των σημείων τους μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία, η οποία διατηρεί τα σημεία που βρίσκοντα σε ευθεία, έτσι ώστε ο λόγος (έστω λ) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αντίστοιχων τμημάτων… … Dictionary of Greek