- ἀν-ομοιό-στροφος
ἀν-ομοιό-στροφος, aus ungleichen Strophen bestehend, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-ομοιό-στροφος, aus ungleichen Strophen bestehend, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόστροφος — ἰσόστροφος, ον (Α) 1. (για χορδές) ίσα στριμμένος ή κλωσμένος 2. αντίστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + στροφος (< στροφή < στρέφω), πρβλ. ομοιό στροφος, ετερό στροφος] … Dictionary of Greek