- ἀν-οδία
ἀν-οδία, ἡ, unwegsame Gegend, Pol. 5, 13 u. öfter; bes. im plur., ἀνοδίᾳ u. ἀνοδίαις φεύγειν, πορεύεσϑαι, auf schlechten Wegen, Pol. 4, 58; Plur. Mar. 42; D. Sic. 10, 5. 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-οδία, ἡ, unwegsame Gegend, Pol. 5, 13 u. öfter; bes. im plur., ἀνοδίᾳ u. ἀνοδίαις φεύγειν, πορεύεσϑαι, auf schlechten Wegen, Pol. 4, 58; Plur. Mar. 42; D. Sic. 10, 5. 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδία — ὁδία, ἡ (Α) βλ. οδεία … Dictionary of Greek
μισγοδία — και μισγοδίη, ἡ (Α) μιξοδία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + οδία (< οδός < ὁδός), πρβλ. κακ οδία, περι οδία] … Dictionary of Greek
κακοδία — κακοδία, ἡ (Α) η κακή οδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + οδία (< οδος < ὁδός), πρβλ. πολυ οδία] … Dictionary of Greek
οδεία — ὁδεία και ὁδία, ἡ (Α) [οδεύω] 1. πο ρεία, ταξίδι 2. πομπή, παρέλαση … Dictionary of Greek
προόδια — τὰ, Α τα προηγούμενα, τα προκαταρκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὅδιος (< ὁδός), πρβλ. εφ όδια] … Dictionary of Greek