ὀνομασία

ὀνομασία

ὀνομασία, , = Folgdm; Plat. Polit. 275 d; Arist. top. 1, 3 u. Sp., wie Pol. 3, 87, 4; ἐπιφέρειν τινὶ ταύτην τὴν ὀνομασίαν, 17, 15, 1; D. Hal. u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀνομασία — ὀνομασίᾱ , ὀνομασία name fem nom/voc/acc dual ὀνομασίᾱ , ὀνομασία name fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομασίᾳ — ὀνομασίᾱͅ , ὀνομασία name fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονομασία — η (ΑΜ ὀνομασία) [ονομάζω] 1. η ενέργεια τού ονομάζω, κλήση κάποιου με το όνομά του, ονομάτιση, κατονομασία 2. απονομή τίτλου, διορισμός («η ονομασία τών νέων ανθυπολοχαγών») νεοελλ. το αποτέλεσμα τού ονομάζω, το όνομα αρχ. 1. κατάταξη, ταξινόμηση …   Dictionary of Greek

  • ονομασία — η 1. η πράξη του ονομάζω, η ονοματοθεσία: Η ονομασία των οδών γίνεται από ειδική επιτροπή. 2. το αποτέλεσμα του ονομάζω: Η ονομασία των βαθμοφόρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γεννήσεως Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Είναι γνωστό και με την ονομασία μονή Κατερινούς. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας και ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αι. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον… …   Dictionary of Greek

  • Έλληνες — Ονομασία με την οποία, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ήταν γνωστοί, μετά τον Όμηρο, οι κάτοικοι του χώρου που ονομαζόταν Ελλάς. Στην Ιλιάδα (Β 683, Ι 395, Ι 447), ως Ελλάς αναφέρεται μόνο η περιοχή γύρω από τη Φθία και τη νότια Θεσσαλία, και Έ. ή… …   Dictionary of Greek

  • Ορτυγία — Ονομασία διαφόρων περιοχών, νησιών και χωρών της αρχαιότητας. 1. Αρχαιότατη ονομασία περιοχής της Αιτωλίας. 2. Παλαιότερη ονομασία της Δήλου, όπου γεννήθηκε η Άρτεμη, η οποία επονομαζόταν Ορτυγία. 3. Νησί απέναντι από τις Συρακούσες, στο oποίο,… …   Dictionary of Greek

  • χασίς — Ονομασία φυτού και διαφόρων προϊόντων, τα οποία προέρχονται από αυτό. Το φυτό είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία ινδική κάνναβις (κανναβούρι). Συγκεκριμένα με την ονομασία αυτή είναι γνωστά οι ανθισμένες κορυφές του φυτού μαζί με τα φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • Αυρηλιανή — Ονομασία τεσσάρων αρχαίων πόλεων και ενός φρουρίου. 1. Παλαιά ονομασία της σημερινής γαλλικής πόλης Ορλεάνης. Η ονομασία αυτή προερχόταν από τον αυτοκράτορα Αυρηλιανό. Άλλωστε το όνομα Ορλεάνη (Orleans) αποτελεί παραφθορά του Α. 2. Πόλη της… …   Dictionary of Greek

  • Ώλενος — Ονομασία δύο πόλεων της αρχαιότητας. 1. Πόλη της Αιτωλίας, κοντά στους πρόποδες του Αράκυνθου (Ζυγού). Σύμφωνα με μαρτυρίες του Στράβωνα, την κατέστρεψαν οι Αιολείς. Πολλοί αρχαιολόγοι θεωρούν πως τα ερείπια του Γυφτόκαστρου και του Πετροβουνίου… …   Dictionary of Greek

  • Ιβηρία — Ονομασία δύο περιοχών της Ευρώπης κατά την αρχαιότητα. 1. Η περιοχή όπου κατοικούσαν οι Ίβηρες, στον χώρο της σημερινής Ισπανίας. Η ονομασία προσδιορίζει ιδιαίτερα το βορειοανατολικό τμήμα της χερσονήσου. Αργότερα, οι Ίβηρες κατόρθωσαν να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”