- ὀνομαστής
ὀνομαστής, ὁ, der Benennende, Nennende (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνομαστής, ὁ, der Benennende, Nennende (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονομαστής — ὀνομαστής, ὁ (Μ) [ονομάζω] αυτός που δίνει όνομα, που ονομάζει … Dictionary of Greek
ὀνομαστῆς — ὀνομαστός named fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομασταῖς — ὀνομαστής autumator masc dat pl ὀνομαστός named fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομασταί — ὀνομαστής autumator masc nom/voc pl ὀνομαστός named fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστοῦ — ὀνομαστής autumator masc gen sg ὀνομαστός named masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστῆ — ὀνομαστής autumator masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστήν — ὀνομαστής autumator masc acc sg (attic epic ionic) ὀνομαστός named fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστῶν — ὀνομαστής autumator masc gen pl ὀνομαστός named fem gen pl ὀνομαστός named masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστά — ὀνομαστά̱ , ὀνομαστής autumator masc nom/voc/acc dual ὀνομαστής autumator masc voc sg ὀνομαστής autumator masc nom sg (epic) ὀνομαστός named neut nom/voc/acc pl ὀνομαστά̱ , ὀνομαστός named fem nom/voc/acc dual ὀνομαστά̱ , ὀνομαστός named fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστάν — ὀνομαστά̱ν , ὀνομαστής autumator masc acc sg (epic doric aeolic) ὀνομαστής autumator masc acc sg ὀνομαστά̱ν , ὀνομαστός named fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστάς — ὀνομαστά̱ς , ὀνομαστής autumator masc acc pl ὀνομαστά̱ς , ὀνομαστής autumator masc nom sg (epic doric aeolic) ὀνομαστά̱ς , ὀνομαστός named fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)